μπεκρούλιακας

μπεκρούλιακας
ο
ο μπεκρής, ο μεθύστακας, ο μέθυσος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπεκρούλιακας — ο (σκωπτικά) μέθυσος, μεγάλος μπεκρής, μεθύστακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπεκρής + μεγεθ. κατάλ. ούλιακας (πρβλ. στραβ ού λιακας)] …   Dictionary of Greek

  • πολυμεθής — ές, Α ο πολύ μέθυσος, μπεκρούλιακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μέθη (πρβλ. ημι μεθής)] …   Dictionary of Greek

  • κρασοκανάτας — ο μεθύστακας, μπεκροκανάτας, μπεκρούλιακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”